αντεισηγητής

αντεισηγητής
ο
1. αυτός που αναπτύσσει την αντεισήγηση*
2. ο αντικαταστάτης του εισηγητή σε στρατιωτικά δικαστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντεισηγούμαι < αντ(ι)-* + εισηγητής. Η λ. μαρχυρείται από το 1897 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”